-
1 καθολου
καθόλου, καθ΄Iὁλου adv. в целом(εἰπεῖν Plut.; γράφειν Polyb.)
τὸ κ. Diod. — вообще;οὐ κ. Dem. — вообще (совсем) не, нисколько (не);κ. μή NT. — отнюдь неIIadj. indecl. (все)общий(ζήτησις Plut.)
πρότασις ἢ κ. ἢ ἐν μέρει (sc. ἐστίν) Arst. — положение бывает или общим или частным;λέγω κ. τὸ παντὴ ἢ μηδενὴ ὑπάρχειν Arst. — общим я называю причастность всему ( в утвердительных положениях) или ничему ( в отрицательных положениях);ἥ τῶν κ. πραγμάτων σύνταξις Polyb. — всеобщая история;ἥ κ. ἀπόδειξις Arst. — общее доказательство -
2 καθόλου
καθόλουon the whole: indeclform (adverb)——————ἀθόλου, ἄθολοςnot turbid: masc /fem /neut gen sgἐθόλου, θολόωmake turbid: imperf ind act 3rd sg -
3 καθόλου
καθόλου adv. (earlier Gk.: Demosth. et al. [B-D-F §225; also 12, 3]; ins, pap, LXX, EpArist; Jos., Bell. 4, 460; 5, 390, Ant. 4, 286; Just.) entirely, completely, μὴ κ. not at all (Sb 4369a, 36; Ex 22:10 v.l.) τὸ κ. μὴ φθέγγεσθαι not to speak at all Ac 4:18 (s. B-D-F §399, 3; Ezk 13:3; TestGad 5:5. μηδὲν τὸ καθόλου λαβεῖν: BGU 1058, 25; 1106, 24; 1165, 24 [all I B.C.]). κ. τὸ φῶς μὴ βλέπειν Papias (3:2 [not g and h]).—M-M. Sv. -
4 καθολού
κατά-ὁλόομαιto be constituted a whole: pres imperat mp 2nd sgκατά-ὁλόομαιto be constituted a whole: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
5 καθολοῦ
κατά-ὁλόομαιto be constituted a whole: pres imperat mp 2nd sgκατά-ὁλόομαιto be constituted a whole: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
6 καθόλου
καθόλου, Adv.A on the whole, in general, = καθ' ὅλου (as it shd. perh. be written), Epist.Philipp. ap. D.18.77; κ. γράφειν, opp. κατὰ μέρος, Plb.3.32.8;κ. εἰπεῖν Arist.Top. 156a13
, Plu.2.397c, etc.; οἱ κ. λόγοι general statements, opp. οἱ ἐπὶ μέρους, Arist.EN 1107a30 (but in Roman times, accounts kept by the central government, = Lat. summae rationes, OGI715.3 ([place name] Alexandria), D.C.79.21, etc.); τοῦτο γάρ ἐστι κ. μᾶλλον too general, Arist.Pol. 1265a31, cf. GA 748a8; ἡ τῶν κ. πραγμάτων σύνταξις general history, Plb.1.4.2; τὸ κ. D.S.1.77, Plu. 2.569f; τὸ κ. τῆς μοχθηρίας, opp. τὸ πρὸς ἡμᾶς, ib.468e; οὐδ' οὗτος ἀποφαίνει κ. τὸ καταλειφθέν the whole amount left, D.27.43; ἐν τῷ κ. in general, speaking generally, Ath.1.30e, Arr.Epict.1.8.8, al.2 in the Logic of Arist., of terms, τὸ κ. general, opp. τὸ καθ' ἕκαστον (singular),λέγω δὲ κ. μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῖσθαι, καθ' ἕκαστον δὲ ὃ μή Int. 17a39
, cf. Metaph. 1023b29; opp. τὸ κατὰ μέρος, Rh. 1357b1, al.; hence, τὰ κ. universal truths,ἡ ποίησις μᾶλλον τὰ κ., ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕ. λέγει Po. 1451b7
; = γνῶμαι, ib. 1450b12; esp. commensurate predicate,ὃ ἂν κατὰ παντός τε ὑπάρχῃ καὶ καθ' αὑτὸ καὶ ᾗ αὐτό APo. 73b26
; as Adj., of propositions, λόγος κ. a universal statement, opp. ἐν μέρει, κατὰ μέρος (particular), ἀδιόριστος (infinite), APr. 24a17 sq.; of inference, ἡ κ. ἀπόδειξις universal proof, opp. κατὰ μέρος, APo. 85a13; hence, as predicate, κ. εἰσὶν [ αἱ ἀρχαί] Metaph. 1003a7; as Adv., κ. ἀποφαίνεσθαι ἐπὶ τοῦ κ. Int. 17b5, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθόλου
-
7 καθόλου
εηίρρ.1) в общем, в целом;η καθόλου έννοια — общее понятие;
η επιχείρηση καθόλου ήταν επιτυχής — операция в целом была удачна;
2) (в отриц, предлож.) совсем, вовсе, совершенно, нисколько, нимало;δεν μού αρέσει καθόλου — это мне совсем не нравится;
δεν ήθελα καθόλου να σε θίξω — я вовсе не собирался тебя обидеть;
δεν θύμωσε καθόλου — он нисколько не обиделся;
3) (в вопр, предлож.) немножко, чуточку, чуть-чуть;μ' αγαπάς καθόλου; — ты любишь меня хоть немножко?
-
8 κἀθόλου
Βλ. λ. καθόλου -
9 καθόλου
{нареч., 1}вообще, совсем; в отриц. означает: отнюдь не, вовсе, нисколько (Деян. 4:18).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθόλου
-
10 καθόλου
{нареч., 1}вообще, совсем; в отриц. означает: отнюдь не, вовсе, нисколько (Деян. 4:18).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθόλου
-
11 καθόλου
+ D 0-0-5-2-0=7 Ez 13,3.22; 17,14; Am 3,3.4at all Am 3,3; entirely, at all Dn 3,50τὸ καθόλου μή not at all Ez 13,3Cf. HAMM 1977, 329-330; ROST 1967, 119-121 -
12 καθόλου
вообще, совсем; в отриц. означает: отнюдь (не), вовсе, нисколько.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθόλου
-
13 καθόλου
[кагголу] επίρ (с отрицанием) вовсе не..., совсем не... -
14 καθόλου
no gens, gens -
15 καθόλου + επίθ.
no gens + adjectiu -
16 καθόλου
καθ-όλου, im Ganzen, im Allgemeinen -
17 καθόλου
whatsoeverΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καθόλου
-
18 Κάλλιο παραπέρα παρά καθόλου
– Κάλλιο παραπέρα παρά καθόλου• Лучше поздно, чем никогдаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο παραπέρα παρά καθόλου
-
19 Τα λίγα λόγια είναι ζάχαρη και τα μηδέ καθόλου μέλι
• Слово серебро, а молчание золотоИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα λίγα λόγια είναι ζάχαρη και τα μηδέ καθόλου μέλι
-
20 καθ-όλου
καθ-όλου, d. i. καϑ' ὅλου, wie es auch z. B. Dem. 18, 77 Plat. Men. 77 a, l. d., u. sonst geschrieben wird, bes. seit Arist. gewöhnlich, im Ganzen, im Allgemeinen, Xen. de re equ. 8, 1; τὸ καϑόλου, Arist. Eth. 1, 6, 1, der ἡ καϑόλου ἀπόδειξις der κατὰ μέρος entggstzt, Analyt. prior. 1, 1, auch int Ggstz von καϑ' ἕκαστα es gebraucht u. oft vrbdt καϑόλου εἰπεῖν. Auch Pol., καϑόλου γράφειν τὰς πράξεις, Ggstz κατὰ μέρος, 3, 32, 8, öfter; ἡ καϑ. πραγμάτων σύνταξις, die allgemeine Weltgeschichte; ἡ καϑ. ζήτησις Plut. Pomp. 42; φονευομενον ἄνϑρωπον ἢ τὸ καϑόλο υ βίαιόν τι πάσχοντα D. Sic. 1, 77; a. Sp.
См. также в других словарях:
καθόλου — on the whole indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» … Dictionary of Greek
καθόλου — επίρρ. ποσοτ. 1. γενικά: Η εκτέλεση των γυμνασίων ήταν επιτυχής καθόλου. 2. σε αρνητ. προτάσεις έχει τη σημασία του ποσώς, ούτε στο ελάχιστο, ουδόλως: Δεν είμαι καθόλου ευτυχισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθολοῦ — κατά ὁλόομαι to be constituted a whole pres imperat mp 2nd sg κατά ὁλόομαι to be constituted a whole imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀθόλου — ἀθόλου , ἄθολος not turbid masc/fem/neut gen sg ἐθόλου , θολόω make turbid imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
γενικές ή καθολικές έννοιες — Όρος της φιλοσοφίας. Η συζήτηση γύρω από αυτές (τα καθόλου του Αριστοτέλη, λατινικά universalia) απασχόλησε ολόκληρη τη μεσαιωνική φιλοσοφία από τον 9o αι. και άρχισε με τη μελέτη της Εισαγωγής του Πορφυρίου στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη και… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek